- ανοικείωτος
- ἀνοικείωτος, -ον (Α) [οικειώ]ο άσχετος, ο ξένος («ἀνοικείωτα ἀλλήλοις» Μ. Αντωνίνος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνοικείωτα — ἀνοικείωτος not to be adapted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)